- διόνυχος
- δῐόνῠχος, ον,A with cloven hoof,
ζῷα EM811.16
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζῷα EM811.16
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διονύχων — διόνυχος with cloven hoof masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διόνυχα — διόνυχος with cloven hoof neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… … Dictionary of Greek